ξεσμός

ξεσμός
ξεσμός, ὁ (Α)
(ως βασανιστήριο) ξύσιμο («μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις», Ευσέβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- τού ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -μος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεσμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμοῖς — ξεσμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμοί — ξεσμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμούς — ξεσμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμῶν — ξεσμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμόν — ξεσμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ξεσμή — ξεσμή, ἡ (Μ) 1. λείανση, ξύσιμο 2. μτφ. αφορμή, ερεθισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσμός, κατά τα θηλ. σε η ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”